“Συνέβη σταδιακά. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία – μερικές τρίχες που έπεσαν στο ντους, μια βούρτσα γεμάτη με μαλλιά – τίποτα το ιδιαίτερο.
Όμως, σιγά-σιγά, αυτή η αίσθηση ότι ‘κάτι δεν πάει καλά’ άρχισε να με τρώει.
Κάθε πρωί που στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη, έβλεπα πώς τα μαλλιά μου, κάποτε γεμάτα και υγιή, άρχισαν να λεπταίνουν.
Ήταν σαν να έβλεπα κάτι πολύτιμο για μένα να εξαφανίζεται, χωρίς να μπορώ να το σταματήσω.”
“Στην αρχή προσπάθησα να το αγνοήσω, να πιστέψω ότι θα περάσει.
Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, το πρόσωπό μου άλλαζε μπροστά στα μάτια μου. Κάθε βλέμμα στον καθρέφτη έγινε μια επώδυνη υπενθύμιση – δεν ήταν πλέον μόνο τα μαλλιά, ήταν κάτι πιο βαθύ.
Ένιωσα ότι η νεότητά μου, η αυτοπεποίθησή μου, ακόμη και η ταυτότητά μου άρχισαν να ξεθωριάζουν. Κάθε τρίχα που έπεφτε ήταν σαν μια μικρή υπενθύμιση ότι χάνω ένα μέρος από αυτό που ήμουν.
Το χαμόγελό μου έγινε βεβιασμένο, και άρχισα να παρατηρώ πώς αποφεύγω τα βλέμματα των άλλων – λες και η ματιά τους μόνο ενίσχυε το αίσθημα ότι δεν είμαι πλέον ο ίδιος άνθρωπος.”
“Κάθε έξοδος από το σπίτι έγινε πρόκληση από μόνη της. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι παρατηρούν την αλλαγή.
Βλέπουν αυτό που βλέπω εγώ; Παρατηρούν τα αραιά σημεία; Εξέταζα κάθε φωτογραφία, κάθε αντανάκλαση στο παράθυρο, και πάντα έψαχνα τρόπους να κρύψω, να καμουφλάρω.
Ένιωθα σαν να πολεμάω σε μια χαμένη μάχη. Και μέσα μου, η αυτοπεποίθηση που ήταν κάποτε αναπόσπαστο μέρος μου, άρχισε να εξαφανίζεται, να θρυμματίζεται σε μικρά κομμάτια αμφιβολίας.”
“Σταδιακά, άρχισα να αποφεύγω κοινωνικές εκδηλώσεις, να ζητώ συγγνώμη και να αποφεύγω τις φωτογραφίες.
Οι δικαιολογίες μου φαίνονταν λογικές στους άλλους – ‘είμαι κουρασμένος’, ‘είχα μια δύσκολη μέρα στη δουλειά’ – αλλά εγώ ήξερα την αλήθεια. Ντρεπόμουν.
Κάθε προσπάθεια να επιστρέψω σε αυτό που ήμουν συναντούσε ακόμη μια απογοήτευση. Κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και δεν αναγνώριζα ποιος είμαι.
Η απώλεια μαλλιών ήταν πολύ περισσότερο από μια απλή φυσική αλλαγή – ήταν μια σκιά που κάλυψε την αυτοπεποίθηση και τη ζωντάνια μου.”